πυρρίας

πυρρίας
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους τέσσερις νομοθέτες των Τεγεατών, οι οποίοι απεικονίζονταν σε τέσσερις στήλες (ένας σε καθεμιά), που ήταν στημένες στην αγορά της πόλης, κοντά στον ναό της Αφροδίτης. 2. Αρχηγός των Αρκάδων που έκαναν εκστρατεία μαζί με τον Κύρο τον νεότερο. 3. Αιτωλός στρατηγός που έδρασε στην Hλιάδα κατά το Συμμαχικό πόλεμο (212 – 214 π.Χ.). Επειδή δεν κατόρθωσε να εισβάλει στη Μεσσηνία, ανακλήθηκε. Το 208 π.Χ. όμως κατόρθωσε να προελάσει ως τη Λαμία για να παρεμποδίσει την κάθοδο του Φιλίππου E’, βασιλιά της Μακεδονίας. Τελικά, και παρά το γεγονός ότι τον υποστήριζε ο Άτταλος, βασιλιάς στην Πέργαμο, και ο Ρωμαίος πράτορας Σουλπίκιος, ηττήθηκε σε δύο μάχες. 4. Ιθακήσιος ονομαστός για τη φιλοξενία του. Ο Π. περιποιήθηκε έναν γέρο ναυαγό, που του χάρησε γι’ αυτό τα αγγεία με τα οποία ήταν φορτωμένο το ναυαγισμένο πλοίο. Τα αγγεία αυτά ήταν γεμάτα πίσσα, μέσα στην οποία ήταν κρυμμένα κομμάτια από χρυσάφι και ασήμι. Ο Π., για να τον ευχαριστήσει, θυσίασε στο όνομά του ένα βόδι. Από τότε επικράτησε να λέγεται μια παροιμία που αναφέρει ότι κανένας, εκτός τον Π., δεν θυσίασε βόδι στον ευεργέτη του.
* * *
ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) είδος φιδιού με κόκκινο χρώμα
2. (ιδίως για δούλους από τη Θράκη) (με ειρων. σημ.) κοκκινοτρίχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + επίθημα -ίας- (πρβλ. καρχαρ-ίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρρίας — πυρρίᾱς , πυρρίας red coloured serpent masc acc pl πυρρίᾱς , πυρρίας red coloured serpent masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρίας — Πυρρίᾱς , Πυρρίης masc acc pl Πυρρίᾱς , Πυρρίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρρίαι — πυρρίας red coloured serpent masc nom/voc pl πυρρίᾱͅ , πυρρίας red coloured serpent masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρρίαις — πυρρίας red coloured serpent masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρρίη — πυρρίας red coloured serpent masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρρίης — πυρρίας red coloured serpent masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρρίου — πυρρίας red coloured serpent masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρρία — πυρρίᾱ , πυρρίας red coloured serpent masc nom/voc/acc dual πυρρίας red coloured serpent masc voc sg πυρρίᾱ , πυρρίας red coloured serpent masc voc sg (attic) πυρρίᾱ , πυρρίας red coloured serpent masc gen sg (doric aeolic) πυρρίας red… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Pyrrhias — polytonic|Πυῤῥίας or Pyrrias polytonic|Πυρρίας may refer to:Ancient Greece*Pyrrhias Aetolian general, who was sent to take the command in Elis 218 BC *Pyrrhias Aetolian winner in stadion race Olympics 200 BC Zoology*Benthonellania pyrrhias of… …   Wikipedia

  • πυρρίαν — πυρρίᾱν , πυρρίας red coloured serpent masc acc sg (attic epic doric aeolic) πυρρίας red coloured serpent masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”